πολύστημος

πολύστημος
-ον, Α
1. αυτός που σύγκειται από πολύ στημόνι, ο υφασμένος πυκνά
2. (κατ' επέκτ.) ο καλοφτιαγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -στημος (< στήμων «στημόνι», με θεματική μορφή), πρβλ. μονό-στημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύστημον — πολύστημος thick woven masc/fem acc sg πολύστημος thick woven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστήμοις — πολύστημος thick woven masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστήμων — πολύστημος thick woven masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστήμων — ον, Μ αυτός που έχει πολλούς στήμονες, πολύστημος* («πολυστήμων ἱστός», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στήμων (< στήμων), πρβλ. χρυσο στήμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”